Λυσίας ( Λεξιλογικά )

2013-03-11 06:18

 

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 1 -3
• Ακούω > ακοή, άκουσμα, ακουστικός, υπήκοος, ωτακουστής, ακουστικός, ακουστός, ανήκουστος, βαρήκοος, κρυφακούω, παρακούω, ακουστά. Συν.: αισθάνομαι, άκροώμαι, πυνθάνομαι.
• Αναγκάζω > εξαναγκασμός, αναγκαστικός, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, αναγκαστικά. Συν : βιάζω, έπειγω, πιέζω. Αντ: πείθω.
• Άξιόω-ώ > αξίωμα, αξίωση, αξιωματικός, απαξιώνω. Συν: τιμώ. Αντ: άπαξιώ.
• Βάλλω > αναβολέας, αναβολή, αντικαταβολή, αποβολή, βέλος, αδιάβλητος, αναβλητικός, ανυπέρβλητος, αμφιβάλλω, αντιπαραβάλλω. Συν:
ί'ημι, πλήττω, ρίπτω
• Βούλομαι > βούλημα, βούληση, αβούλητος. Συν: έθέλω, επιθυμώ.
• Δείκνυμι > απόδειξη, δείγμα, δείκτης, ένδειξη, υπόδειγμα, αναπόδεικτος, δείχνω, ενδεικτικός. Συν: δηλώ, ελέγχω, σημαίνω.

• Ήγουμαι > ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγετικός, εισηγητής, ανεκδιήγητος, αφηγούμαι, εισηγούμαι. Συν : άρχω, εξουσιάζω, οδηγώ. Αντ.: έπομαι.
• Ιππεύω > ίππος, ιππέας, ίππευση, έφιππος.
• 'Ίστημι > στάθμη, στάση, στήθος, στήλη, σταθερός, στατικός
• Οΐδα > ιστορία, είδηση, εξιστόρηση, συνείδηση, ειδήμων, ιστορικός. 
Συν: αισθάνομαι, γιγνώσκω.
• Πιστεύω > πίστη, πιστός, διαπίστευση.
• Ποιέω-ώ > ποίημα, ποίηση, ποιητής, ποιητικός, μεταποιώ, παραποιώ. 
Συν: δρώ, πράττω, τελώ.
• Πράττω > πράγμα, πράξη, πράκτορας, άπρακτος, πρακτικός, διαπράττω, εισπράττω. Συν: δρώ, εργάζομαι. Αντ: άπρακτώ, άργώ, κάθημαι.
• Τυγχάνω > τύχη, συνέντευξη, επίτευγμα, ατυχής, ευτυχής, δυστυχής, τυχαίος, τυχερός, τυχαία.
Φαίνω > απόφαση, έμφαση, επίφαση, επιφανής, καταφανής, προφανής, φανερά. Συν: άποδείκνυμι, δηλώ, δοκεΐ.






ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 4 - 8
• Αλείφω > άλειμμα, αλοιφή, απάλειψη, εξάλειψη, επάλειψη, πασαλείβω. Συν: επιχρίω
• Άμαρτάνω > αμάρτημα, αμαρτία, αμαρτωλός, αναμάρτητος. Συν: άστοχώ, σφάλλομαι. Αντ: εύστοχώ, τυγχάνω.
• Ατιμάζω > ανατίμηση, αποτίμηση, ατιμία, ατίμωση, ανεκτίμητος, άτιμος, διατιμώ, εκτιμώ, προτιμώ. Συν: καταφρονώ. Αντ: τιμώ.
• Βαίνω > αναβάτης, ανέβασμα, αποβάθρα, βαθμίδα, άβατος, αδιάβατος, βάσιμος, βατός, ανεβαίνω, αντιβαίνω, αποβαίνω, βεβαιώνω, βάδην. Συν: βαδίζω, στείχω, οδεύω.
• Βουλεύω > βούλευμα, βουλευτήριο, βουλευτής, βουλή, βουλευτικός, συμβουλευτικός, επιβουλεύομαι, συμβουλεύομαι. Συν: διαλογίζομαι, διδάσκω, ενθυμούμαι. (^^'^
• Γράφω < γράμμα, γραμματέας, γραμματεία, γραμματική, γραφέας, γραφή, απερίγραπτος, γραμμικός, γραπτός, γραφικός, περιγράφω, καταγράφω, απερίγραπτος, γραμμικός, γραπτός, γραφικός, περιγράφω, καταγράφω, παραγράφω • Δίδωμι > δόση, δοτική, απόδοση, μετάδοση, τροφοδοσία, δοσοληψία, χρηματοδότηση, δώρο, δωσίλογος, ανέκδοτος, προδοτικός, μεταδοτικός, ανταποδίδω, παραδίδω, ενδίδω, εξουσιοδοτώ, λογοδοτώ. Συν: παρέχω, προσφέρω
• Δοκιμάζω > δοκιμασία, δοκιμαστήριο, δοκιμαστής, αδοκίμαστος, δοκιμαστικός, αποδοκιμάζω, επιδοκιμάζω. Συν.: εξετάζω, ερευνώ, πειρώμαι.
• Έπιθυμέω-ώ > επιθυμία, ανεπιθύμητος, επιθυμητός. Συν.: βούλομαι, εθέλω
• "Ερχομαι - Εΐμι > διέλευση, οδός, προσέλευση, προσηλυτισμός, άνοδος, έξοδος, ανέρχομαι, διέρχομαι. Συν.: άφικνουμαι, βαίνω, ήκω
• Ζημιόω-ώ > ζημιά, ζημίωμα, αποζημίωση, επιζήμιος, αποζημιώνω. Συν.: βλάπτω, κακουργώ, λωβώμαι.
• Ίκνέομαι-οΟμαι > άφιξη, ικέτης, ίχνος, ανέφικτος, εφικτός, ικανός.
• Λύω > λύση, λύτρα, αναλυτής, διαλύτης, λυτός, ξυπόλητος, καταλυτικός,
αναλύω, διαλύω, παραλύω
• Μαρτυρέω-ώ > μάρτυς, μαρτυρία, μαρτύριο, μαρτυρικός, διαμαρτυρία, καταμαρτυρώ. Συν.: βεβαιώ, ομολογώ.
• Όμολογέω-ώ > ομολογία, εξομολόγηση, ομολογητής, καθομολογώ. Συν.: ομονοώ, όμοφρονώ .
• Όράω-ώ > όραση, όραμα, οραματιστής, οφθαλμός, αυτόπτης, ορατός, αόρατος, εποφθαλμιώ, οφθαλμοφανώς. Συν.: εξετάζω, θεωρώ, σκοπώ.
• Πάσχω > πάθηση, πένθος, πάθος, πάθημα, παθητικός, πολυπαθής, συμπάσχω, πενθώ
• Πέμπω > πομπή, πομπός, αναπέμπω, παραπέμπω, εκπέμπω. Συν.: στέλλω
• Σκοπέω-ώ > σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, απερίσκεπτος, σκεπτικός, σκόπιμος, αποσκοπώ, σκέπτομαι, απερίσκεπτα, σκόπιμα. Συν.: βουλεύομαι, ένθυμέομαι-ουμαι.
• Τολμάω-ώ > τόλμη, τόλμημα, τολμηρός, αποτολμώ, τολμηρά
• Χρήομαι-ώμαι > κατάχρηση, χρήμα, άχρηστος, χρήσιμος, χρηστικός, χρηστός, αχρηστεύω, καταχρώμαι, χρησιμοποιώ
• Ψεύδομαι > διάψευση, ψέμα, ψεύδος, ψεύτης, ψευδής, ψεύτικος, αδιάψευστος,
ψεύτικα. Συν: απατώ, εξαπατώ, ψευδολογώ.
(
• Ψηφίζω > ψήφος, ψήφισμα, καταψήφιση, συμψηφίζω, δημοψήφισμα.
































ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 9 - 13
• Άκροάομαι-ώμαι > ακρόαμα, ακροαματικότητα, ακρόαση, ακροαστικά, ακροατήριο. Συν. : ακούω.
• Άπολογέομαι-οΟμαι > απολογία, απολογητής, απολογητικός, απολογητικά. Συν. : δικαιολογουμαι.
• Βιόω-ώ > βίος, βίωμα, επιβίωση, βιώσιμος, αναβιώνω, συμβιώνω, διαβιώνω. 
• Συν. : ζώ, διαιτώμαι.
• Βοηθέω-ώ > βοήθεια, βοήθημα, βοηθός, βοηθητικός, αβοήθητος, βοηθητικά. Συν. : επικουρώ, λυσιτελώ, άμύνω.
• Γίγνομαι > γενιά, γέννηση, γένος, γενέθλια, αγενής, αγέννητος, πρόγονος, απόγονος
• Δοκέω-ώ > δόγμα, δόξα, δογματικός, προσδοκώ. Συν.γιγνώσκω, ηγούμαι, νομίζω, οί'ομαι.
• Δύναμαι > δύναμη, δυνατός, δυναμίτης, δυνάστης, αδύνατος, δυνάμωμα, αποδυναμώνω, ενδυναμώνω, δυναμικά. Συν.: οΐός τ είμι..
• Ειμί > ουσία, απουσία, εξουσία, παρουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, όντως, παρών, απών, απουσιάζω, παρουσιάζω, εξουσιάζω. Συν. : γίγνομαι.
• Κατηγορέω-ώ > κατηγορία, κατηγόρημα, κατηγορητήριο, κατηγορηματικός, κατηγορητέος, κατηγορηματικά. Συν. : αίτιώμαι, εγκαλώ.
• Κινδυνεύω > κίνδυνος, κινδύνευμα, ακίνδυνος, επικίνδυνος, διακινδυνεύω, παρακινδυνευμένος.
Λέγω > λέξη, λόγος, πολυλογάς, ρήμα, ρήση, ρήτρα, αντίρρηση, έπος, καλλιέπεια, ανείπωτος, απόρρητος, άρρητος, λεκτικός, λογικός, ρητός, απολογούμαι, λογίζομαι, λογικεύομαι. Συν.: άγορεύω, δημηγορώ, φάσκα, φημί. 
Λείπω > διάλειμμα, έλλειμμα, έλλειψη, αδιάλειπτος, λειψός, παραλείπω, εγκαταλείπω, αδιαλείπτως.
Νέμω > νόμος, διανομέας, νομικός, νόμιμος, διανέμω, κατανέμω, νομιμοποιώ, νομίμως.
Νομίζω > νόμισμα, νομισματικός. Συν.: δοκώ, ηγούμαι, οίομαι. 
Παρασκευάζω > παρασκεύασμα, παρασκευαστής, προπαρασκευάζω, διασκευάζω, ανασκευάζω, κατασκευάζω. Συν.: ετοιμάζω, εύτρεπίζω. 
Στρατεύω > στρατιά, στράτευμα, στράτευση, εκστρατεία, στρατεύσιμος, αντιστρατεύομαι.






ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 18 - 19
• Άμελέω-ώ> αμέλεια, ανεμελιά, αμελητέος, ανέμελος, παραμελώ. Συν.: ραθυμώ. Αντ.: επιμελούμαι, κήδομαι, φροντίζω.
• Βλάπτω > βλάβη, βλαπτικότητα, φρενοβλάβεια, αβλαβής, βλαπτικός, επιβλαβής, βλαπτικά. Συν.: αδικώ, κακουργώ, λυμαίνομαι Αντ.: λυσιτελώ, ωφελώ..
• Έθέλω > θέληση, θέλημα, εθελοντής, εθελοντικός, εθελούσιος, εθελοτυφλώ, άθελα. Συν.: βούλομαι, επιθυμώ, ποθώ, ορέγομαι.
• Εργάζομαι > εργαλείο, εργάτης, εργασία, εργατικός, ακατέργαστος, επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, συνεργάζομαι. Συν.: δρώ, ποιώ, πράττω. Αντ.: αδρανώ, αργώ.
• Κομάω-ώ > κόμη, κομήτης κόμμωση, κομμωτής, κομμωτήριο, συγκομιδή, κομψός, κομψά.
• Μισέω-ώ > μίσος, μισητός, μισαλλοδοξώ. Συν.: αποστρέφομαι, έχθαίρω. Αντ.: αγαπώ, ασπάζομαι, φιλώ.
• Πολιτεύω > πολιτεία, πολίτευμα, πολιτευτής, αντιπολίτευση, πολιτειακός, πολιτικός, πολιτεύομαι, πολιτικολογώ, πολιτικοποιούμαι.
• Τελέω-ώ > αποτέλεσμα, επιτέλεση, τελετή, τελεστήριο, αποτελώ, συντελώ.
• Φιλέω-ώ > φιλία, φίλημα, φίλτρο, προσφιλής, φιλικά.
• χωρέω-ώ > αναχώρηση, αποχώρηση, συγχώρηση, εκχωρώ, παραχωρώ, καταχωρώ.
• Ώφελέω-ώ > ωφέλεια, ωφέλημα, επωφελής, ωφέλιμος, ανωφέλητος, επωφελούμαι, ωφέλιμα, ωφελιμιστικά, επωφελώς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 20 - 21

• Αίρω > αιώρα, ανταρσία, αντάρτης, έπαρση, αρτηρία, μετέωρος, επαίρομαι, άρδην.
• Αισθάνομαι > αίσθημα, αισθηματίας, αίσθηση, αναισθητικό, διαίσθηση, αισθητήριος, αισθητικός, αισθητός, ευαίσθητος, ανεπαίσθητα, αισθητά, αντιαισθητικός, ευαισθητοποιώ, αναίσθητος. Συν: γιγνώσκω. Αντ: άγνοώ
• "Αχθομαι > άχθος, αχθοφόρος, σεισάχθεια, επαχθής. Συν: άγανακτώ, αθυμώ. Αντ: άγάλλομαι, χαίρω, ήδομαι.
• Έπιχειρέω-ώ > επιχείρημα, επιχείρηση, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός.
• Παύω > παύλα, παύση, πάψιμο, ακατάπαυστος, ανάπαυση. Συν: περαίνω. Αντ: άρχομαι.
• Τιθημι > θέμα, θέση, θεσμός, θήκη, θησαυρός, θεματικός, πρόσθετος, σύνθετος, αθετώ, διαθέτω, εκθέτω, ταξιθέτης.